- παραφρονέειν
- παραφρονέωto be beside oneselfpres inf act (epic ionic)παραφρονέωto be beside oneselfpres inf act (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοήμων — ον, αρσ. και νοήμονας (Α νοήμων, ον) [νόημα] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται 2. ευφυής, έξυπνος 3. συνετός, μυαλωμένος νεοελλ. φρ. «το νοήμον κοινό» ειρων. το κοινό που, κατά βάθος, λίγα πράγματα καταλαβαίνει αρχ.… … Dictionary of Greek